- κρήγυος
- κρήγυος, ον, gut, nützlich, ersprießlich; ποιμένες εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον, = das Wahre
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
κρήγυος — good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηγύως — κρήγυος good adverbial κρήγυος good masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήγυον — κρήγυος good masc/fem acc sg κρήγυος good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήγυα — κρήγυος good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήγυοι — κρήγυος good masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)